οὐρανίς

οὐρανίς
οὐραν-ίς, ίδος, , = fem. of
A

οὐράνιος, τελετά AP15.5

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ουρανίς — οὐρανίς, ίδος, ἡ (Α) ανώμαλος τ. θηλ. τού επίθ. ουράνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρανός + επίθημα ίς] …   Dictionary of Greek

  • οὐρανίδα — οὐρανίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανίδας — οὐρανίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανίδος — οὐρανίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”